- γεννητικῆς
- γεννητικόςgenerativefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… … Dictionary of Greek
ζωολατρία — Θρησκευτικός όρος που αναφέρεται στη θεοποίηση των ζώων και στην απόδοση λατρείας σε αυτά, που οφείλεται είτε στην εξαιρετική τους δύναμη είτε στην υπεροχή τους ως προς κάποια ιδιότητα έναντι του ανθρώπου. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, έχοντας διακρίνει … Dictionary of Greek
μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… … Dictionary of Greek
οιστραδιόλη — η στεροειδής ορμόμη που αντιπροσωπεύει τα 95% τής συνολικής έκκρισης οιστρογόνων τής γυναίκας κατά την περίοδο τής γεννητικής δραστηριότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oestradiol < oistrin «είδος ορμόνης» (< οίστρος) + κατάλ.… … Dictionary of Greek
σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… … Dictionary of Greek
ωογόνιο — Θηλυκό πολλαπλασιαστικό όργανο που υπάρχει σε πολλά θαλλόφυτα. Aποτελείται από ένα μόνο κύτταρο, μάλλον διογκωμένο, μέσα στο οποίο σχηματίζονται ένα ή περισσότερα κύτταρα, θηλυκοί γαμέτες ή ωοκύτταρα. Λέγονται και ωόσφαιρα ή ωόσφαιρες (όταν ο… … Dictionary of Greek
λουτεΐνες — Ομάδα ουσιών με χημικό τύπο C40H56O2. Διαθέτουν τις ιδιότητες της θηλυκής γεννητικής ορμόνης προγεστερόνης (ορμόνη που εκκρίνεται από το ωχρό σωμάτιο) και των προϊόντων μεταβολισμού της. Βρίσκονται στο ωχρό σωμάτιο, στις ωοθήκες, στον πλακούντα,… … Dictionary of Greek
όρχεις — (Ανατ.). Αρσενικοί γεννητικοί αδένες, που παράγουν τα σπερματοζωάρια και το μεγαλύτερο μέρος της αντρικής γεννητικής ορμόνης. Είναι δύο, έχουν σχήμα ωοειδές και βρίσκονται μέσα σε δερμάτινους χιτώνες. Το πάνω άκρο τους, που καλύπτεται από την… … Dictionary of Greek